φαινυλαμίνη

φαινυλαμίνη
η, Ν
χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης ανιλίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phenylamine].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανιλίνη — Η απλούστερη αρωματική αμίνη, με την ομάδα ΝΗ2 ενωμένη με ένα άτομο άνθρακα του πυρήνα. Ο χημικός τύπος της είναι C6H5NΗ2. Είναι επίσης γνωστή και ως φαινυλαμίνη ή αμινοβενζόλιο. Είναι υγρό ελαιώδες, άχρωμο, που γίνεται όμως καστανοκόκκινο στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”